πλησιάζεται

πλησιάζεται
πλησιάζω
bring near
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευπλησίαστος — η, ο αυτός που πλησιάζεται εύκολα, ο ευκολοπλησίαστος, ο ευπρόσιτος …   Dictionary of Greek

  • ευπρόσβατος — εὐπρόσβατος, ον (Μ) αυτός που πλησιάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ βατός (< προσ βαίνω «πλησιάζω»), πρβλ. α πρόσ βατος, δυσ πρόσ βατος] …   Dictionary of Greek

  • ευπρόσρητος — εὐπρόσρητος, ον (Α) ευπροσήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ρητός «αυτός που πλησιάζεται, με τον οποίο ανοίγει κανείς συζήτηση»] …   Dictionary of Greek

  • Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …   Dictionary of Greek

  • Τσερένκοφ, Πάβελ Αλεξέγεβιτς — Ρώσος φυσικός (; 1904). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βορονέζ. Το 1934, μελετώντας, σε συνεργασία με τον Βαβίλοφ, το φως που εκπέμπεται από τα υγρά τα οποία δέχονται τη δράση της ακτινοβολίας, παρατήρησε μια ελαφρά φωτεινότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”